χριστόγονος

χριστόγονος
-ον, Α
1. εκκλ. αυτός που εκπορεύεται από τον Ιησού Χριστό
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χριστόγονος
δημιούργημα τού Ιησού Χριστού («χοροὶ εἰρήνης οἱ χριστόγονοι», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεό-γονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”